-
1 καλλί-χορος
καλλί-χορος, mit schönen Reigen od. Reigenplätzen, geräumig u. anmuthig; Πανοπεύς Od. 11, 581; πόλις Pind. P. 12, 26; Athen Eur. Heracl. 360; Simonds. 45 (VII, 254); Mitylene Noss. 11 (VII, 718). – Auch παιάν, Eur. Herc. Fur. 690, στέφανοι, Phoen. 793, κιϑάρα, Ep. ad. (IX, 504); δελφῖνες, einen schönen Reigen bildend, Eur. Hel. 1170; τὸν καλλιχορώτατον τρόπον, nach der Weise des schönsten Reigens, Ar. Ran. 451. – S. nom. pr.
-
2 καλλιχορος
21) с прекрасными площадями для хороводов(Πανοπεύς Hom.; πόλις Pind.; Ἀθῆναι Eur.; ἀγορά Anth.)
2) предназначенный для прекрасных плясок, хороводный(παιάν, στέφανος Eur.)
3) кружащийся в изящной пляске, ведущий хоровод(δελφῖνες Eur.)
τρόπον τὸν καλλιχορώτατον Arph. — в чудеснейшем хороводе -
3 καλλίχορος
καλλί-χορος,, ον,A with fair dancing-grounds, epith. of cities, Od.11.581, h.Hom.15.2, Pi.P.12.26, E.Heracl. 359 (lyr.); of Olympia, B.10.32;ἀγορή Simon. 164.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίχορος
См. также в других словарях:
καλλίχορος — καλλίχορος, ον (Α) 1. (για πόλεις) αυτός που έχει ωραίους τόπους για χορό («παρὰ καλλίχορον ναίοισι πόλιν», Πίνδ.) 2. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ωραίους χορούς («τρόπον τὸν καλλιχορώτατον παίζοντες», Αριστοφ.) 3. (για τον Απόλλωνα) ο καλός… … Dictionary of Greek